Πώς τελειώνει ο κόσμος

by Μαρία Ξυλούρη | Literature & Fiction |
ISBN: 9789602192603 Global Overview for this book
Registered by Stoxasths on 4/11/2012
Buy from one of these Booksellers:
Amazon.com | Amazon UK | Amazon CA | Amazon DE | Amazon FR | Amazon IT | Bol.com
1 journaler for this copy...
Journal Entry 1 by Stoxasths on Wednesday, April 11, 2012
Δώρο από την κολλητή μου Luz de Luna (http://www.bookcrossing.com/mybookshelf/Luz-de-Luna/). Ευχαριστώ πάρα πολύ! :)

Από το οπισθόφυλλο:

"Κάθε ζωή έχει μια αλυσίδα από τυχαίες διασταυρώσεις, ζωές που για λίγο περπατάνε πλάι σε άλλες ζωές επειδή αυτός ο κόσμος είναι μικρός και μας αναγκάζει ν' ανασαίνουμε δίπλα δίπλα.

Ο Ορέστης, η Φανή, ο Δημήτρης, ο Άκος, ο Φώτης και η Άννα ζουν στην ευθραυστότητα της νεότητας και τη ρευστότητα ενός κόσμου που δεν ευημερεί. Έξι ήρωες μυθιστορηματικοί όσο και αληθινοί προσπαθούν να ισορροπήσουν μέσα στην απαράβατη τάξη του κόσμου με μοναδική βεβαιότητα τη βαρύτητα και το θάνατο. Οι προσωπικές τους ιστορίες συνδέονται σαν θραύσματα για να κατασκευάσουν ένα παζλ σε αποχρώσεις του θρίλερ.
Μια ιστορία που αναπτύσσεται σαν σπείρα με κέντρο της την Άννα και τη μυστηριώδη εξαφάνισή της. Οι χρονικές εναλλαγές αποτυπώνονται στις σελίδες σαν ένα παιχνίδι μεταξύ μνήμης και λήθης, σαν ένας ανοιχτός διάλογος με την απώλεια, καθώς οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται σε μια περίεργη διαδρομή χωρίς αρχή και τέλος. Σε ένα ολόκληρο σύμπαν που εμπερικλείει τον μικρόκοσμο όλων συνωστίζονται πρόσωπα, στιγμές, καταγραφές, ενδοσκοπήσεις, ευρήματα αλλά και δύσκολα ερωτήματα. Τελικά, μια αναπνοή λιγότερη, ένα βήμα ή ο έρωτας αλλάζουν το βάρος του κόσμου;"

Journal Entry 2 by Stoxasths at Greenwich, Greater London United Kingdom on Monday, April 16, 2012
Διαβάζοντας το βιβλίο πρέπει να παραδώσεις τον έλεγχο με αντάλλαγμα μια μοναδική αναγνωστική κι ανθρώπινη εμπειρία, ένα ταξίδι σε μέρη σκοτεινά, μια διαδρομή που όσο λιγότερα τα διαλείμματα, τόσο καλύτερα την καταλαβαίνεις, τόσο πιο πολύ σε πονάει και τόσο πιο πολύ σε γοητεύει. Με λίγα λόγια, το βιβλίο της Μαρίας είναι τύπου «όσο με πληγώνει, τόσο με πωρώνει!». Οι οδηγίες για την ανάγνωση του βιβλίου ήταν σαφείς, απόλυτες, δικαιολογημένες και, για άλλη μια φορά, ολόσωστες: η αφοσίωση πρέπει να είναι τυφλή, καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο, πάρε φόρα και βοήθεια σου (όλα αυτά από την Luz de Luna που μου έκανε δώρο το βιβλίο).
Δεν το θεωρώ υπερβολή ότι το βιβλίο είναι και αναγνωστική και ανθρώπινη εμπειρία, όσο απόλαυσα να το διαβάζω, άλλο τόσο με έκανε να σκεφτώ χίλια δυο πράγματα, με άγγιξε ανθρώπινα. Για κάποιο λόγο που δε θα ψάξω, όσο διάβαζα το βιβλίο είχα ταχυπαλμία, ένα μείγμα ενδιαφέροντος και φόβου. Η συνολική εμπειρία του βιβλίου μάλλον δεν γράφεται σε ένα journal entry, νομίζω θα γίνει ό,τι και με το Rewind σε μεγάλο βαθμό: θα σκέφτομαι το βιβλίο για πολύ καιρό μετά, θα σκεφτώ κάτι ακόμα, θα εύχομαι να είχα συμπληρώσει κι άλλα σχόλια. Αλλά αυτό που μπορώ να κάνω τώρα είναι να γράψω τα σχόλια που σημείωνα όσο διάβαζα το βιβλίο (άλλο ένα κολπάκι που καθιέρωσε και μου έμαθε η Luz).
Το βιβλίο ξεκινά έντονα, χωρίς εισαγωγές αλλά με υψηλούς τόνους. Στην σελίδα 13 μου έκανε μεγάλη εντύπωση (και μάλλον ξεκίνησε την ταχυπαλμία) η παρατακτική παρουσίαση αυτών των εμπειριών στον δρόμο, μαζεμένες σε μια μεγάλη πρόταση που είναι ουσιαστικά μια εικόνα από το μυαλό του Ορέστη και μας δείχνουν πως καμιά φορά το μυαλό και οι αισθήσεις δεν ξέρουν από στίξη, οι εμπειρίες ανακατεύονται με σκέψεις, συνειρμούς, αναμνήσεις και γίνονται όλα μια στιγμή χαοτική. Όλη αυτή η παρατακτική σύνδεση εμπειριών και εικόνων δένουν άψογα και με το χαοτικό σκηνικό της πόλης επίσης, ένα συνοθύλευμα εικόνων με μια κάποια σύνδεση.
Στην σελίδα 15, με έκανε να σταματήσω να διαβάζω λιγάκι η αναφορά στην μικρή παύλα ανάμεσα στις χρονολογίες της ζωής του Δημήτρη. Η περιγραφή της ανθρώπινης ζωής με κάτι τόσο μικρό, με ένα σημείο στίξης, είναι τόσο ακριβής αλλά και τόσο σκληρή, μια δήλωση για την διάρκεια αλλά ταυτόχρονα και μια δήλωση για ένα διάστημα μέσα στην αιωνιότητα, το κομμάτι του χρόνου που αναλογεί στον καθένα.
Η περιγραφή του λέηζερ στην σελίδα 17 επίσης είναι εκπληκτική και, νομίζω, εξαιρετικά ακριβής. Σε τέτοιες καταστάσεις που τα συναισθήματα μεγεθύνονται, μικρά σημάδια από την μεριά του άλλου αλλάζουν νόημα και αποκτούν άλλη βαρύτητα, ξεπερνούν το εαυτό σου και νομίζει κανείς πώς όλος ο κόσμος εμπλέκεται και συμμετέχει στην στιγμή.
Η ένταση της συνάντησης σ’αυτές τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι δεδομένη, αλλά στην σελίδα 20 βλέπουμε μια από τις πιο δυνατές εικόνες της φαντασίας του Ορέστη, όταν η Φανή, σκελετός πια, διώχνει τον Ορέστη διατηρώντας τον θυμό της ακόμα και με τα τόσα χρόνια που έχουνε περάσει, ακόμα και ως σκελετός δεν τον θέλει εκεί. Κι από την άλλη, ακόμα κι ως σκελετός, ο Ορέστης της αναγνωρίζει το δίκιο της και δέχεται το άδικό του.
Στην σελίδα 28 βλέπουμε μια αναφορά στην ζωή του Δημήτρη, σχετικά με το αν είναι η Κόλαση που φανταζόταν, μια Κόλαση που μάλλον πολλοί πιστεύανε πως την απολάμβανε, πως όχι απλά την είχε δεχτεί αλλά είχε βολευτεί με αυτή σαν δικαιολογία. Τελειώνοντας το βιβλίο βέβαια, καταλαβαίνει κανείς αν ίσχυε αυτό ή όχι, μάλιστα γίνεται κι αργότερα μια νύξη στο συγκεκριμένο θέμα από την Φανή, αλλά μου έκανε πραγματικά εντύπωση αυτή η αναφορά καθώς ζούμε σε μια εποχή που δεν ξέρουμε μάλλον πώς να αξιολογήσουμε και να μετρήσουμε την δυστυχίας μας, είτε γιατί διψάμε για δράμα είτε γιατί ψάχνουμε για ένα νόημα και δικαιολογία.
Στις σελίδες 32-33 βλέπουμε μία από τις πολλές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ψυχογραφίες της ελληνικής επαρχίας με επίκεντρο ένα οδυνηρό θέμα. Οι αναφορές της Μαρίας στον τρόπο που η ελληνική επαρχία χειρίζεται τέτοια θέματα, οικογενειακά περιστατικά πόνου, είναι πραγματικά εξαιρετικές, ακριβείς και αποκαλυπτικές. Ενδιαφέρον έχει επίσης και το όνομα που δίνεται στην συμπεριφορά της Άννας, «φυγή», καθώς η ελληνική παράδοση και επαρχία έχει την τάση να δίνει ένα μυστήριο και σκοτεινό τόνο σε απλές λέξεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την «σκιά» και το «μάτι», λέξεις που πολλές φορές κρύβουν κι άλλες λέξεις που παραλείπονται.
Μια άλλη, επίσης πολύ δυνατή εικόνα είναι το όνειρο στην σελίδα 46, ένα όνειρο που δεν θα δοκιμάσω να αποκωδικοποιήσω αλλά μου έκανε εντύπωση ως εικόνα, ως συναίσθημα, ως διάθεση που δημιουργεί. Ένα όνειρο που είναι λογικό νομίζω να υπάρχει στο μυαλό του Ορέστη, του οποίου η σιγουριά για την κακή κατάληξη αλλά και η αποφασιστικότητα του να δοκιμάσει είναι μάλλον δυσοίωνα.
Η σελίδα 49 έχει μία από αυτές τις φράσεις που με πονέσανε λίγο πιο πολύ. Η αντίδραση στον θάνατο του Δημήτρη «...δεν μπορεί να πέθανε» είναι μια αντίδραση που κι εγώ την έχω ζήσει και όταν την διάβασα θυμήθηκα την στιγμή, θυμήθηκα πόσο αντανακλαστικά αντέδρασα και πως η άρνηση σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι η πιο άμεση, ειλικρινής αλλά κι απαραίτητη αντίδραση. Όποιος το έχει ζήσει, ξέρει τι ανάγκη είχε να πει αυτές τις λέξεις.
Η περιγραφή του σταματημένου κόσμου στην σελίδα 57 είναι επίσης από τις πιο δυνατές εικόνες του βιβλίο. Κινηματογραφική περιγραφή σχεδόν, με έναν Φώτη να παρατηρεί απορημένος και γοητευμένος ίσως τον σταματημένο κόσμο και να γίνεται ουσιαστικά μάρτυρας των δύο συμπάντων που πλέον δεν είναι παράλληλα αλλά το ένα έχει ενωθει με το άλλο. Δεν με αφορά η πρωτοτυπία του concept αλλά η Μαρία δίνει με έναν υπέροχο τρόπο αυτό το σημείο ένωσης των δύο κόσμων.
Η έκρηξη του χρόνια πια σκασμένου Δημήτρη στις σελίδες 62-63 είναι συνταρακτική. Οι δικαιολογίες του κόσμου τον πονάνε, τον θυμώνουν, βλέπει πια πως ο κόσμος δεν τον βλέπει σαν άνθρωπο, δεν του αναγνωρίζει πρωτοβουλίες, αποτυχίες κι αδυναμίες, στερώντας του έτσι την ανθρώπινη υπόσταση. Η εξαφάνιση της αδερφής του καταργεί την αυτοδυναμία του, δεν είναι πλέον ο Δημήτρης αλλά ο αδερφός αυτής που εξαφανίστηκε, η εξαφάνιση της είναι η απόλυτη δικαιολογία κι ας μην την χρησιμοποιεί ο ίδιος, όλα ξεκινάνε και τελειώνουν από τον ίδιο. Η «σύγκριση» της κατάστασης με την Ράνια, όσο αδόκιμη κι αν είναι, είναι μια σκέψη που περνάει από το μυαλό του Δημήτρη, η λογική δεν έχει πάντα θέση σε όσα χρειάζεται κανείς.
Στην σελίδα 68 βλέπουμε μια εικόνα του Δημήτρη που μάλλον οι δικοί του άνθρωποι δεν ξέρανε. Το φωτογραφικό του project, οι εικόνες που μαζεύει δεν δείχνουν απλά αυτό που φωτογράφιζε ο Δημήτρης, αλλά και μια πλευρά του ίδιου. Σε τέτοια projects, ο φακός κοιτάει και στις δυο μεριές, και στον κόσμο και στην ψυχή του φωτογράφου και συλλαμβάνει και αυτό που θέλει ο φωτογράφος και την ψυχή του την ίδια, φυλακίζοντας ένα κομμάτι σε μια σειρά εικόνων. Οι Ινδιάνοι είχαν δίκιο όταν έλεγαν πως η φωτογραφία κλέβει την ψυχή, αλλά όχι πάντα του φωτογραφιζόμενου. Τώρα, με τον Δημήτρη νεκρό, έχουν την ευκαιρία να δουν μια πλευρά του που δεν ήξεραν. Το αν και κατά πόσο επέτρεψε αυτές τις εικόνες να είναι εκεί ο Δημήτρης είναι ένα άλλο, μεγάλο θέμα. Θα πρέπει να ήξερε πως θα ψάξουν τα πράγματα του, οπότε αυτές οι φωτογραφίες είναι μάλλον μια ιστορία που ήθελε να μάθουν όταν δεν θα ήταν εκεί κι αυτός. Στις επόμενες σελίδες, μέχρι και την 70, βλέπουμε τι άφησε πίσω ο Δημήτρης, ουσιαστικά τι επέτρεψε στους δικούς του ανθρώπους να δουν, να μάθουν για τον ίδιο. Αναφέρεται κι αργότερα η Μαρία στα πράγματα που μας καθορίζουν, στα μικρά αντικείμενα που μας θυμίζουν στους άλλους, αντικείμενα που κι εμείς ίσως δεν ξέρουμε ότι μας προσδιορίζουν, αλλά πολλές φορές δεν είναι καν υλικά αυτά. Μια εικόνα από το περπάτημα, μια ανάμνηση, ένα τραγούδι, ένα άρωμα (όπως στην σελίδα 72), όλα αυτά που συνθέτουν το παζλ του άλλου είναι μυστήρια υπόθεση και πολλές φορές οδυνηρή αφού χάνουμε τον έλεγχο και ταξιδεύουμε πάλι στον χρόνο, την στιγμή, τον άνθρωπο. Σ’αυτό το πένθος, ακόμα και η λέξη «θλίψη» έχει άλλο όνομα όπως θα περιέγραφε ο Δημήτρης, ένα «υποκατάστατο της λύπης», ένας ορισμός που θα τους συνοδεύει.
Η φράση «Μήπως έτσι ζούνε όλοι οι άνθρωποι...» στην σελίδα 80 δείχνει, σε μένα τουλάχιστον, όλη αυτή την αμηχανία της μετεφηβικής – νεανικής ηλικίας στον 21ο αιώνα που προκύπτει από τον τρόπο ζωής πια. Τα «πρέπει» έχουν ξεθωριάσει, οι επιλογές είναι καμιά φορά υπερβολικά πολλές και δημιουργούν ένα άγχος. Η δεσμευτική συμπεριφορά άλλων χρόνων έχει καταργηθεί αλλά πολλέ φορές αναρωτιέται κανείς αν έτσι πρέπει να κυλάνε τα πράγματα, αν κάνει κάτι λάθος, αν ωριμάζει σωστά ή αν πρέπει να αλλάξει κάτι.
«Αφού έτσι το θυμάμαι, έτσι το έζησα κι ας μην ήταν έτσι.», μια φράση στην σελίδα 88 τόσο απλή, που δείχνει πως ο κόσμος δεν είναι ένας, είναι μια αφορμή κι εμείς την χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε και ζούμε και θυμόμαστε το κάθετι όπως εμείς θέλουμε, όπως το θυμόμαστε. Με λίγα λόγια, η ζωή και η πραγματικότητα είναι προσωπική υπόθεση όλων μας, γι’αυτό και δεν μοιάζει με του διπλανού μας.
Στην σελίδα 93 βλέπουμε μια απλή ερώτηση να σημαίνει τόσα πολλα, η Δώρα ρωτάει «Θα έρθεις κι εσύ;» κι εννοεί σε ένα επίπεδο την κρεβατοκάμαρα και σε ένα άλλο την ζωή τους. Βλέπει ότι ο Φώτης φεύγει, χάνεται, είναι απόμακρος και αυτή τον φωνάζει να επιστρέψει στο δικό τους ταξίδι, μια ερώτηση που κρύβει πόνο, κούραση αλλά κι αγάπη. Τραγική φιγούρα η Δώρα, το αν είναι συμπαθής ή όχι είναι μεγάλη και προσωπική συζήτηση, αλλά σίγουρα είναι σύμβολο μιας επιλογής στην ζωή πολλών ανθρώπων. Κι ο Φώτης της «χρωστάει» πολλά και γι’αυτά τα χρόνια που ήταν μαζί της αλλά και γι’αυτά που έκανε μετά, αν δεν ήταν τόσο σκασμένος από την ίδια δεν θα είχε κάνει αυτές τις επιλογές. Στην σελίδα 94 βλέπουμε πως όλα αυτά τα χρόνια με την Δώρα τον καθόρισαν τον Φώτη (ο όρος «βολεύτηκε» δεν ξέρω αν είναι δίκαιος ή δόκιμος), καλώς ή κακώς ο ένας έγινε κομμάτι του άλλου και δημιούργησε προσδοκίες για μια ζωή κοινή.
Ο χαρακτηρισμός της εφηβείας στην σελίδα 102 ως μια περίοδο «... γεμάτη σπυριά, βαρύγδουπες λέξεις και κακή ποίηση» ήταν απλά καταπληκτική! Πέρα από τους προσωπικούς λόγους, η φράση περιγράφει απλά αλλά και με επιτυχία πόσο γεμάτη είναι η εφηβεία, μια περίοδος που πολλές φορές αναλώνεται σεμια ανυπομονησία για κάτι μεγαλύτερο, που τα μεγέθη δεν έχουν ακόμα πάρει την τελική τους μορφή.
Στην σελίδα 104 βλέπουμε ένα κομμάτι μιας σχέσης που πολλές φορές δεν το συνειδητοποιεί κανείς όταν είναι μέσα στην σχέση. Οι φωτογραφίες στα άλμπουμ (καλές, κακές, κιτς, δεν έχει σημασία) είναι στιγμές μιας σχέσης, εικόνες και χρόνος που δεν γυρνά πίσω. Οι φωτογραφίες στα άλμπουμ είναι υλικά απο τα οποία φτιάχνονται οι αναμνήσεις. Ζώντας σε έναν ψηφιακό κόσμο η φωτογραφία είναι εξαιρετικά εύκολη αλλά μένει ένα ψηφιακό αρχείο, δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά μερικοί άνθρωποι ζούνε με τις φωτογραφίες, χρειάζονται τις εικόνες αυτές άσχετα με το πόσο χαραγμένες είναι μερικές εικόνες στο μυαλό τους. Η Δώρα παίρνει τις φωτογραφίες κι ας είναι ίσως οδυνηρές αναμνήσεις, αλλά είναι κάποιες χρονικές στιγμές που θέλει.
Η συζήτηση που ξεκινά από την σελίδα 140 είναι μια από τις καλύτερες του βιβλίου για μένα. Η ψύχραιμη και cool συναισθηματικά συνήθως Φανή δείχνει πως ζηλεύει όχι έναν άνθρωπο αλλά ένα συναίσθημα. Έχει έναν εκνευρισμό που δεν βιώνει τον έρωτα που είχε κάποτε η Κατσαρίδα που την εκνευρίζει ακόμα περισσότερο, ίσως επειδή δεν θέλει να παραδεχτεί την ύπαρξη του. Ίσως θυμώνει που δεν μπορεί να συγχρονιστεί κι η ίδια στο θέμα «έρωτας», ερωτευμένη με τον Πέτρο χωρίς κι αυτός να αισθάνεται έτσι, τώρα σε μια σχέση που ο Ορέστης ήταν ερωτευμένος αλλά όχι τώρα μαζί της. Η συζήτηση με τον Δημήτρη είναι υπέροχη, γεμάτη δυνατές κουβέντες κι αλήθειες, αλλά δεν είμαι σίγουρος οτί αυτό χρειαζόταν η Φανή.
«Ούτε εσύ ούτε εγώ ξέρουμε πώς το ζουν ακριβώς αυτό το πράγμα – τη ζωή», μια από τις μεγαλύτερες κουβέντες της Φανής, στην σελίδα 146, δείχνει πόσο ανοίκεια φαίνεται μερικές φορές η ζωή, πόσο παράξενη και πόσο εκνευριστικό είναι που δεν έχει ένα εγχειρίδιο.
Οι σελίδες 167 – 8 περιέχουν μια πολύ έντονη εικόνα κι ιστορία, αυτή της Φανής και του τετραδίου και δείχνουν πόσο μοναδικά είναι τα γραπτά του καθενός, αφού μοναδικός είναι κι ο ίδιος, η ιστορία του κάθε ανθρώπου είναι ιδιαίτερη, γεμάτη λεπτομέρειες που επηρεάζουν και τον γραπτό του λόγο ως κομμάτι του.
Στην σελίδα 185 βλέπουμε την Άννα να μας δίνει ένα κομμάτι από την ψυχολογία της και να μας αποκαλύπτει έτσι έναν από τους λόγους που ήθελε να φύγει. Η αναβολή της ζωής ήταν κάτι που δεν άντεχε μάλλον, μια αναμονή που οδηγούσε πολλές φορές σε αποτοήτευση. Ταυτόχρονα, η συνειδητοποίηση πως δεν είναι ατελείωτα τα «αύριο» οδηγεί σε ένα άγχος, σε μια επιθυμία φυγής.
Μια από τις πιο περίεργες ιστορίες είναι αυτές του γερό – Θάνατου και στην σελίδα 195 βλέπουμε πόσο μεγάλο κόστος είχε αυτό το «χάρισμα» για τον ίδιο, πόσο τον βαραίνει αυτή η γνώση και πόσο οδυνηρό είναι να το ζει όλο αυτό ο ίδιος. Σ’αυτή την σελίδα θυμήθηκα μια φράση της Μαρίας από το Rewind, ότι «η αλήθεια είναι βία». Στην περίπτωση του γερό – Θάνατου, η γνώση είναι βία και σε μεγάλο βαθμό είναι κι αυτός θύμα αυτής της βίας.
Η σελίδα 198 είναι μια από τις κρίσιμες σελίδες του βιβλίου, μαθαίνουμε πώς και γιατί έφυγε η Άννα, πώς δηλαδή ξεκίνησε όλη αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση γεγονότων. Βλέπουμε μια Άννα σκασμένη, να θέλει να μιλήσει και να βρει το δίκιο της από τον Σκεύο. Ο Σκεύος θέλει να είναι ήρεμος, να απαντάει μετρημένα και χωρίς το συναίσθημα που γεμίζει τις κουβέντες της Άννας. Κι αυτό είναι που εκνευρίζει την Άννα τελικά, αυτό που την κάνει να εκραγεί και να θέλει να φύγει. Απέναντι στην υστερία και την φόρτιση τέτοιων στιγμών, η ωριμότητα είναι εκνευριστική, η ανάγκη για συμπόνοια είναι μεγαλύτερη.
Οι γκρι σελίδες του βιβλίου με το σύντομο κείμενο είναι απλά συγκλονιστικές. Κενές αρίθμησης ή διαλόγου, έχουν αυτόν τον αρνητικό χώρο πάνω από το κείμενο και ένα άγχος που με έπιασε από τον λαιμό. Άγχος, μια στέρηση αισθήσεων και λογικής που γίνεται οδυνηρή όσο περνάνε οι σελίδες. Η επανάληψη του ονόματος είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να κρατηθεί στην ζωή, να πείσει τον εαυτό της ότι είναι εδώ, ζωντανή, έχει όνομα και δεν παραδίνεται.
Η ιστορία με την Άννα πονάει τον Σκεύο ίσως περισσότερο απ’όλους, οι ερωτήσεις που του κάνουν, το γεγονός πως είναι στο επίκεντρο (σελ. 238) τον αγχώνουν, τον κάνουν να παίρνει μια στάση αμυντική και βγάζουν τον πόνο του στην επιφάνεια για όσους μπορούν να τον διαβάσουν. Και η Κατσαρίδα κι ο παππούς του ξέρουν να τον διαβάζουνε και βλέπουμε τον πόνο αυτό στα μάτια του στις επόμενες σελίδες και καταλαβαίνουν πως ξέρει, πως λέει λιγότερα απ’όσα ζει . Γι’αυτό και κατανοούν την ανάγκη του για φυγή όχι μόνο από το νησί αλλά και από την ιστορία με την Άννα. Κι όλη αυτή η τάση για φυγή του Σκεύου του δημιουργεί κι έναν εκνευρισμό που στις Εστίες είναι τόσοι γνωστοί από το χωριό, αισθάνεται να κουβαλάνε κι αυτοί την ιστορία που ήθελε να αφήσει πίσω. Ίσως γι’αυτό να ήταν ο παράξενος τύπος με το σκουφί στις Εστίες, από τον πόνο και τις ενοχές που του θύμιζαν οι γύρω του.
Στην σελίδα 248 βλέπουμε μια εξήγηση για τον χαρακτήρα της Φανής, την αιτία του πόνου που κουβαλάει, ο οποίος δεν είναι άλλος από το «Κι εγώ» που δεν θα έπαιρνε σαν ανταπόδοση σ’όσα ήθελε να πει στον Πέτρο. Η γνώση πως ο άνθρωπος στον οποίο ήθελε να πει το «Σ’αγαπώ» περισσότερο από κάθε άλλον δεν θα της το έλεγε κι αυτός, δεν θα της το ανταπέδιδε ήταν οδυνηρή. Κι όλο αυτό το συναίσθημα που έκρυψε από φόβο μην την τραυματίσει, την έτρωγε σιγά σιγά.
Η περιγραφή «το τοπίο έξω έμοιαζε με το τοπίο μέσα του» (σελ 258) μας δείχνει τον πόνο του Δημήτρη. Έχουμε δει τον κυνισμό που χρησιμοποιεί σαν άμυνα αλλά τώρα βλέπουμε πως αυτοκαταστρέφεται, εκφράζει όλο αυτόν τον πόνο που κρύβει και τον σιγοκαίει, ίσως ένας προάγγελος της αυτοκτονίας του. Η μιζέρια, η βία της καθημερινότητας στο κέντρο της πόλης πλέον επηρεάζει και τον άνθρωπο, πόσο μάλλον αν υπάρχει ένα τόσο μεγάλο βάρος που κουβαλάει κάποιος. Μπορεί η βία και η διαδήλωση να χάνει σιγά σιγά την αξία της λόγω επανάληψης, αλλά όλη αυτή η μιζέρια που αιωρείται πριν και μετά απ’αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να μην πέσει και στις ψυχές των ανθρώπων.
Ιδιαίτερα συναισθηματική είναι και η συζήτηση της μητέρας της Φανής με την ίδια, στις σελίδες 264 – 6, όπου ουσιαστκά βλέπουμε μια αποκαθήλωση της μητέρας. Παραδέχεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ό,τι έκανε το έκανε εξαιτίας της μάνας της, της γιαγιάς της Φανής, χωρίς να καταλαβαίνει ίσως πως γκρεμίζει έτσι μια εικόνα που υπήρχε για την ίδια. Η υπόσχεση στην γιαγιά της Φανής έγινε ένα χρέος το οποίο η μητέρα της ζητάει από την Φανή να το ξεχρεώσουνεμαζί, να την βοηθήσει να εξιλεωθεί από το μυαλό της και την νεκρή μητέρα της. Η Φανή βλέπει μπροστά στα μάτια της να αλλάζει το παρελθόν της, αναθεωρεί μια γλυκιά ιστορία που είχε φτιάξει για να μαλακώσει τον πόνο της απώλειας της μητέρας της. Πρόκειται για μια ιστορία στην οποία πονάνε και οι δύο, το βλέπουμε και στην φράση της μητέρας της «Σ’άφησα κι αυτό δεν μ’άφησε ποτέ». Η Φανή λοιπόν βλέπει έτσι πως ήταν το αθώο θύμα μιας ιστορίας που ήταν χειρότερη απ’οτι έζησε κι αυτό δεν μπορεί παρά να την εξοργίζει περισσότερο, ειδικά βλέποντας μια μάνα να θέλει να πει την ιστορία της, όχι μόνο για να δικαιολογηθεί αλλά και για να την πει απλώς. Ίσως να θέλει η ίδια να ακούσει τον εαυτό της, να δικαιολογηθεί στον εαυτό της.
Η περιγραφή της αυτοκτονίας του Δημήτρη στην σελίδα 276 από την μεριά της Φανής είναι από τα πιο σοκαριστικά, συναισθηματικά κομμάτια που έχω διαβάσει. Δεν έχω λόγια ακριβώς να το περιγράψω, η Μαρία καταφέρνει σε μια σελίδα και δίνει όλη την απόγνωση και τον πόνο της Φανής, την άρνηση της. Η απλότητα της περιγραφής της Μαρίας κάνει την σκηνή ακόμα πιο οδυνηρή, έχει μια απλότητα που με πόνεσε όταν το διάβασα για πρώτη φορά. Στην ίδια σελίδα βλέπουμε και μια ιδιοφυή περιγραφή της πόλης, ένα παζλ αισθήσεων, υγρών και κραυγών, μια μεγάλη συλλογή ιστοριών ουσιαστικά.
Στην σελίδα 278 βλέπουμε ίσως μία από τις τελευταίες αποφάσεις του Δημήτρη. Ζώντας μια ζωή που δεν ήλεγχε και ιδιαίτερα (λίγο με τη μάνα του, λίγο με την Άννα), αποφάσισε να πάρει μια απόσταση οριστική απ’όλα με την αυτοκτονία του, να πάρει στα χέρια του την ζωή του και να απομακρυνθεί απ’όλα.
Το ότι η Φανή αισθανότανε κοντά με τον Δημήτρη το βλέπουμε ξεκάθαρα και στην σελίδα 281. Δεν ξέρω αν είναι δικαιολογία της αυτοκτονίας ακριβώς αυτό, αλλά η Φανή παίρνει το μέρος του Δημήτρη με την φράση «μέχρι που δεν μας έχει απομείνει άλλος θάνατος να πεθάνουμε», δείχνει ότι καταλαβαίνει την επιλογή του και ταυτόχρονα δημιουργεί και μια μικρή απόσταση από τον Ορέστη τον οποίο ίσως και να μέμφεται που δεν κατάλαβε τον Δημήτρη σε κάτι τόσο σημαντικό.
Στην σελίδα 314 βλέπουμε ένα περίεργο συνδυασμό συναισθημάτων, ο οποίος ωστόσο βγάζει νόημα. Ο Φώτης είναι, σε έναν βαθμό, χαρούμενος, ευγνώμων για την δυστυχία της Φανής γιατί ξέρει ότι αυτή την οδήγησε στον ίδιο, ξέρει ότι αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά δεν θα ήτα μαζί, όχι έτσι τουλάχιστον, κι αυτό τον ευχαριστεί με κάποιον τρόπο. Δεν νομίζω πως ξέρει πώς ακριβώς αισθάνεται για την Φανή, δεν μπορεί να το περιγράψει, είναι καλά όμως εκεί που είναι, όπως κι αν τους έφερε η ζωή εκεί.
Η φράση «Τα λόγια έχουν νόημα μόνο αν τα πεις τη στιγμή που πρέπει» στην σελίδα 317 είναι ένα θρήνος για τα λόγια που δεν ειπώθηκαν όταν είχε αξία, όταν ταίριαζε, όταν θα είχαν την δύναμη τους ακέραιη.
Στην σελίδα 334 βλέπουμε ξεκάθαρα πόσο έχει στιγματίσει τον Σκεύο η Άννα, βλέπουμε πως η σκιά της έχει πέσει σε όλη την ζωή του και δεν τον αφήνει να ζήσει άνετα, την κουβαλάει παντού κι αυτή και τις ενοχές του.

Το βιβλίο της Μαρίας ήταν μια δυνατή και μοναδική εμπειρία και θα θυμάμαι τον συνδυασμό βιβλίου – αναγνωστικής εμπειρίας για πολλά χρόνια. Η Μαρία στο βιβλίο μιλάει για θέματα ενοχλητική και οδυνηρά, για την απώλεια ανθρώπων, ονείρων, εαυτών, ελπίδων, σε έναν κόσμο που θέτει την απώλεια ως όρο χωρίς να παρέχει αντίτιμο γι’αυτή την θυσία. Ένας από τους λόγους που λάτρεψα το βιβλίο επίσης είναι το γεγονός πως μιλάει για ένα από τα πιο σκοτεινά θέματα, για τον θάνατο τον ίδιο. Κι όπως όλοι μας, έχω κι εγώ τις δικές μου ιστορίες θανάτου, μεγάλωσα κι εγώ κοντά του.
Ένα ακόμη στοιχείο που μου έκανε εντύπωση στο βιβλίο είναι και η εικόνα του. Τα κουτάκια με τις σημειώσεις και τα δρομολόγια, οι γκρίζες σελίδες με την ιδιαίτερη γραφή, ακόμα και το εξώφυλλο το ίδιο δίνουν μια ιδιαίτερη εικονογράφηση στο βιβλίο.

Are you sure you want to delete this item? It cannot be undone.